- ευανακόμιστος
- εὐανακόμιστος, -ον (Α)1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.)2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-κομίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐανακόμιστος — easy to bring back masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐανακόμιστον — εὐανακόμιστος easy to bring back masc/fem acc sg εὐανακόμιστος easy to bring back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)